- Επίκτητος
- οαρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Ιεράπολη της Φρυγίας (1ος - 2ος αι.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἐπίκτητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκτητος — gained besides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… … Dictionary of Greek
επίκτητος — η, ο επίρρ. α 1. που αποκτήθηκε ύστερα ή επιπρόσθετα: Επίκτητη περιουσία (που δεν κληρονομήθηκε). 2. που δεν είναι έμφυτος, που δεν είναι από γεννησιμιού: Επίκτητο ελάττωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικτήτως — ἐπίκτητος gained besides adverbial ἐπίκτητος gained besides masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκτητον — ἐπίκτητος gained besides masc/fem acc sg ἐπίκτητος gained besides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικτήτοιο — Ἐπίκτητος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικτήτοιο — ἐπίκτητος gained besides masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικτήτοις — Ἐπίκτητος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικτήτοις — ἐπίκτητος gained besides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)